Κοντά στην
προβατική πύλη του φρουρίου των Ιεροσολύμων, απ’ όπου οδηγούσαν τα πρόβατα για
τις θυσίες, υπήρχε (και σώζεται μέχρι σήμερα) μια δεξαμενή που στα Εβραϊκά
λέγεται Βηθεσδά, δηλαδή «σπίτι αγάπης» ή «οίκος ευσπλαχνίας» και είχε πέντε
στοές (υπόστεγα με καμάρες). Σ’ αυτές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί,
κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό. Γιατί κάπου-κάπου
ένας άγγελος κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε το νερό. Ο πρώτος λοιπόν που
έμπαινε μετά την ταραχή του νερού γινόταν καλά, απ’ οποιαδήποτε αρρώστια και αν
υπέφερε. Δεν επρόκειτο δηλαδή για ιαματικά λουτρά, αλλά για ευεργεσία και έλεος
από το Θεό, αφού μόνο ο πρώτος κάθε φορά εισερχόμενος θεραπευόταν και μάλιστα
από κάθε ασθένεια.
Εκεί υπήρχε ένας
άνθρωπος που υπέφερε 38 χρόνια απ’ την ασθένειά του. Δηλαδή όλοι τον γνώριζαν,
ήξεραν την πάθησή του και πόσο ταλαιπωρημένος ήταν. Επομένως και η θεραπεία του
από τον Χριστό, που θα φανεί στη συνέχεια, δεν ήταν παρά ένα ακόμη θαύμα από
την πηγή της Χάριτος, τον Θεάνθρωπο Κύριο. Όταν τον είδε ο Ιησούς
κατάκοιτο, και ξέροντας ότι πολύ καιρό ήδη βρισκόταν εκεί, του λέει: «Θέλεις να
γίνεις καλά;». Του απάντησε ο άρρωστος: «Κύριε, δεν έχω κανέναν άνθρωπο για να
με βάλει στη δεξαμενή, όταν ταραχθεί το νερό. ενώ δε εγώ
πλησιάζω, άλλος κατεβαίνει πριν από μένα».
Ο Χριστός, αν και γνωρίζει τα βάθη
των ανθρώπων, ρώτησε τον παραλυτικό για να προκαλέσει σ’ αυτόν υπαρξιακή κίνηση
επιστροφής και αγάπης προς τον Θεό. Ήθελε να ξυπνήσει την κοιμισμένη
πνευματικότητα του αρρώστου και να την προσανατολίσει και πάλι προς μετάνοια
και ζήτηση του απείρου ελέους του Κυρίου. Ιδιαίτερα ο σύγχρονος άνθρωπος ξεχνά
τον Θεό και το νόημα της ζωής του, βουτηγμένος σε επίπλαστες πολλές φορές
έγνοιες της καταναλωτικής κοινωνίας μας, ενώ «ενός έστι χρεία» (Λουκ. 10,42),
όπως τονίζει ο Ιησούς. Δηλαδή, ένα πράγμα είναι κυρίως αναγκαίο: Η στροφή προς
Αυτόν τον ίδιο, η σύναψη σχέσεων μαζί Του, η συνάντηση μετά του προσώπου Του,
αφού είναι ο δοτήρ απάντων των αγαθών.